παραλυμένος — η, ο βλ. παραλύω … Dictionary of Greek
έκφυλος — η, ο (AM ἔκφυλος, ον) Ι. νεοελλ. 1. αυτός που έχει αλλοιωμένη φυσική, πνευματική ή ηθική ατομικότητα («πνευματικά ἔκφυλος») 2. αυτός που πάσχει από διαστροφή τού σεξουαλικού ενστίκτου, που ρέπει στην παρά φύση ασέλγεια 3. ο ηθικά διεφθαρμένος,… … Dictionary of Greek
απορρηγνύω — ἀπορρηγνύω κ. νυμι (AM) [ρηγνύω κ. νυμι] ξεσπώ αρχ. 1. κόβω, αποκόπτω, αποσπώ 2. κάνω ή αφήνω κάτι να ξεσπάσει 3. ( μαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι 4. διασπώμαι, διαχωρίζομαι 5. (μτχ. πρκ.) ὁ ἀπερρωγώς παραλυμένος ακόλαστος 6. (μτφ., φρ.) «πνεῡμ… … Dictionary of Greek
κόροιβος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήρωας του Άργους. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, όταν η Ψαμάθη, κόρη του βασιλιά του Άργους, Κρότωπου, έμεινε έγκυος από τον Απόλλωνα, φοβήθηκε την αντίδραση του πατέρα της και πέταξε το νεογέννητο στα σκυλιά … Dictionary of Greek
μωλυτός — μωλυτός, ή, όν (Α) [μωλύω] εντελώς εξαντλημένος, παραλυμένος, αδύνατος … Dictionary of Greek
νωλεμές — (Α) επίρρ. 1. χωρίς διακοπή, αδιαλείπτως, συνεχώς 2. με σταθερό τρόπο, ακλόνητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθ. λ., το α συνθετικό τής οποίας είναι το στερητ. πρόθημα νη *, ενώ το β συνθετικό παραμένει άγνωστο. Κατά μία άποψη, το β συνθετικό… … Dictionary of Greek
πάρετος — ον ΜΑ [παρίημί] 1. χαλαρός, παράλυτος, παραλυμένος («μέχρι ἄν... διακόψας τὰ νεῡρα ποιήση πάρετον τὸ ζῷον», Διόδ.) 2. άτονος, νωθρός 3. τρελός, αλλόφρονας … Dictionary of Greek
παρίημι — Α 1. αφήνω κάτι να πέσει δίπλα ή κοντά σε κάτι 2. αφήνω να πέσει κάτι από αμέλεια 3. παρέρχομαι, παραλείπω κάτι 4. περνώ κάτι χωρίς να τό προσέξω, αδιαφορώ για κάτι («τά παθήματα παρεῑσ ἐάσω», Σοφ.) 5. παραμελώ να κάνω κάτι («παρέντα τοῡ μὲν τὸ… … Dictionary of Greek
παραλύω — ΝΜΑ, και παραλώ Ν 1. επιφέρω αδυναμία, προκαλώ εξασθένηση και χαύνωση, εξαντλώ (α. «η πείνα μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», Πλάτ.) 2. (το ενεργ. και το παθ.) χάνω τη δύναμη μου, εξασθενώ (α. «ταράττεται η ψυχή μας … Dictionary of Greek
Ατέλα — (Atella). Αρχαία πόλη της Καμπανίας στην Ιταλία. Το 313 π.Χ. κυριεύτηκε από τους Ρωμαίους. Στον Β’ Καρχηδονικό πόλεμο τάχθηκε με το μέρος του Αννίβα, γι’ αυτό όταν την κατέλαβαν και πάλι οι Ρωμαίοι (211 π.Χ.) την κατέστρεψαν τελείως. Την εποχή… … Dictionary of Greek